- συναγαγόντες
- συνάγωbring together: aor part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
συναγαγόντες — συνάγω bring together aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
συννάσσω — Α συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «συναγαγόντες εἰς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην περιέγραψαν ἔξωθεν κύκλον», Ηρόδ. β. «πηγαῑς... συνεναγμένον ὕδωρ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»] … Dictionary of Greek